πραγματολογία

πραγματολογία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πραγματολογία" в других словарях:

  • πραγματολογία — η, Ν 1. πραγματογνωσία 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, ατος + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • πραγματολογία — η 1. πραγματογνωσία (βλ. λ.). 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραγματολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματολογία 2. αυτός που αναφέρεται στα πράγματα, στα αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Φιλ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • πραγματολογικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πραγματολογία. 2. αυτός που αναφέρεται στα πράγματα, στα αντικείμενα: Πραγματολογικά στοιχεία του κειμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»